Δυο εβδομάδες είχαν περάσει. Δεκατέσσερις μέρες μέσα σε ένα σύννεφο λίγο ή πολύ σπασμωδικών κινήσεων. Ψώνια, απαραίτητα ή όχι. Αγορές ως φάρμακο. Ένα για το χόμπι μου, ένα για το σπίτι, ένα για το παιδί, άλλο ένα για μένα, άλλο ένα για το σπίτι, κάτι για την αδερφή, ξανά κάτι άλλο για μένα και πάλι από την αρχή.
Αθροίζοντας τα έξοδα των τελευταίων ημερών ο λογαριασμός της τράπεζας, παρόμοια του μετρητή ρεύματος, γύριζε ατέλειωτα και έδειχνε ολοένα και μεγαλύτερα νούμερα. Η μανία όμως των αγορών, ένα κλισέ που τελικά δεν ήταν κλισέ, αφού ήταν εκατό τις εκατό πραγματικότητα, ακόμα και αν βοήθησε όσο βοήθησε στην αρχή είχε περάσει και τώρα, δυο εβδομάδες αργότερα, ένοιωθε ο Τίμος το κενό να παίρνει πάλι το πάνω χέρι και να τον γεμίζει σιγά σιγά.
Μα μπορεί αλήθεια το κενό, η έλλειψη περιεχομένου, να γεμίσει κάποιον; Φυσικά και μπορεί. Και αν βάση λογικής θεωρείται μια τέτοια πρόταση ή κατάσταση παράδοξη, αυτό δεν σημαίνει πως στην πράξη δεν υπάρχει. Το κενό υπάρχει, ο Τίμος μόλις που ένοιωθε να υπήρχε, και αν στο κενό δεν υπήρχε περιεχόμενο, άρα στο κενό δε μπορούσε να υπήρχε ο Τίμος, ο Τίμος είχε ακόμα κάποιο ελάχιστο περιεχόμενο, άρα το υπόλοιπο ήταν κενό, και το κενό όλο περισσότερο μεγάλωνε μέσα στον Τίμο, οπότε τον γέμιζε.
Πόσο εύκολη ήταν η εξήγηση. Πολύ πιο εύκολη από τη λύση του καινούργιου (και συνάμα αρχαιότερου) ερωτήματος που τον απασχολούσε: Ποιο κίνητρο του είχε παραμείνει για να συνεχίσει να υπάρχει;
Ήταν φανερό η υπερβολική δουλειά ή οι σπατάλες δεν βοηθούσαν άλλο. Τι ή ποιος θα μπορούσε να βοηθήσει πλέον; Δύσκολη απάντηση. Δεν ήθελε να εξαρτάται από συγκεκριμένα πρόσωπα. Δεν ήθελε να μεταφέρει την εξάρτηση από την Άλφα στην Βήτα. Και αν ήταν στον εαυτό του ειλικρινής, ούτε αυτό δεν μπορούσε να κάνει αφού δε ήξερε ποιος θα μπορούσε να είναι αυτή η Βήτα. Πολύ καιρό ήδη είχε χαθεί και χωθεί στο σπίτι, στη δουλειά και στο κόσμο του και είχε χάσει την επαφή με τους τριγύρω, με τους πιο πέρα. Στην αρχή του άρεσε να είναι στο κόσμο του, να μην συζητά και εξηγεί τις αποφάσεις ή τις κινήσεις του με άλλους, να κάνει όπως του κατέβαινε. Σιγά σιγά όμως όλο και περίεργες ιδέες του κατεβαίνανε. Κάποιες από αυτές θα ήταν καλά να είχε κάποιον να τις συζητήσει πριν τις κυνηγήσει. Κάποιες από αυτές θα ήταν καλύτερα να μην τις υιοθετήσει καθόλου. Όμως τι νόημα είχε πλέον να σκεφτεί τι θα ήταν καλά, τι καλύτερα, τι να αποφευχθεί αφού τα πράγματα είχαν έρθει έτσι όπως ήρθαν, και όχι όπως θα ήταν ιδανικά να συμβούν.
Ok λοιπόν, τώρα βρισκόμαστε εδώ, σκεφτόταν ο Τίμος. Τώρα τι κάνουμε; Ποιες προσπάθειες δίνουν περιεχόμενο, ποιες προσπάθειες διαλύουν το κενό γεμίζοντάς με; Πόσες ώρες δουλειάς και επιτυχίας θα με κάνουν λιγότερο μελαγχολικό; Πόσες σελίδες βιβλίων θα με κάνουν να ξεχάσω ότι είμαι μόνος; Πόσες μελωδίες και ποιοι ήχοι θα μου δώσουν διάθεση να ξανατριγυρίζω με ανοιχτές αισθήσεις και να αφουγκράζομαι τη στιγμή; Αν τα ερωτήματα ήσαν νερό θα προκαλούσαν ποταμούς να ξεχειλίσουν. Αν οι απαντήσεις ήταν φυτά θα είχαν καεί από τον ήλιο με το που έβγαζαν βλαστάρια.
Ποιο ήταν το κινητήριο ένστικτο του Τίμου; Δεν ήξερε. Υπέθετε πως μάλλον μια κάποια ισορροπία μεταξύ δράσης και περισυλλογής, δουλειάς και ξεκούρασης, διαβάσματος και ίσως γραψίματος να τον έφερνε σε μια άλλη καλύτερη κατάσταση. Αν υπέθετε σωστά, είχε ίσως μια ιδέα του τι θα του έκανε καλό. Εντάξει, ωραία λοιπόν συλλογίστικε. Μια απάντηση μάλλον είχε βρει αλλά ένα κεντρικό ερώτημα παρέμενε. Θεωρώντας πως τώρα είχε μια λύση μάλλον στο “πως”, ποιος λόγος ίσχυε βάση του οποίου θα προσπαθούσε με επιμονή και υπομονή να το πραγματοποιήσει; Με άλλα λόγια, “γιατί” να επιμένει και το πιο δύσκολο να υπομένει; Όσο το σκεφτόταν τόσο περισσότερο μπερδευόταν. Παρόλο που λογικά το “γιατί” προηγείτο του “πως”, αφού το “γιατί” ήταν ο λόγος για τον οποίο το “πως” θα υπήρχε κάποτε, το “πως” φάνταζε να είναι μια άλλη πλευρά του “γιατί”. Δεν ήξερε αν παραλογιζόταν ή όχι, αλλά κάπου ένοιωθε πως έχοντας πλέον οριοθετήσει το “πως” αυτό το “πως” αυτομάτως θα λειτουργούσε και ως κίνητρο προς τη πραγματοποίησή του. “Λες;” ρωτούσε μια φωνή μέσα του. “Δε ξέρω, δεν με νοιάζει” απαντούσε μια άλλη “εμένα δεν με ενδιαφέρουν οι θεωρίες, εγώ μετρώ το αποτέλεσμα από τις πράξεις και για αυτές είναι ακόμα πολύ νωρίς να απαντήσω”.


First published on July 21st, 2012
Last revision on January 3rd, 2014

Spread the love