Κρυφτό έπαιζαν. Θα τον βρει; Δεν θα τον βρει; Θα μιλήσουν; Θα συναντηθούν; Σαν τον ήλιο ήταν εκείνος. Όταν ήθελε εμφανιζόταν και ζέσταινε με την παρουσία του. Στην αντίθετη περίπτωση τον έχανες. Καλά όμως και εκείνος, εκείνος έκανε όπως ήθελε, ή επί το προκειμένω ΤΙΠΟΤΕ αφού ΔΕΝ ήθελε. Εκείνη όμως; Γιατί συμφωνούσε χωρίς αντιρρήσεις; Γιατί δεν έλεγε… “ξέρεις κάτι; Αφού δεν θέλεις, άστο δεν πειράζει. Άστο αλλά άσε με και όταν μπορείς. Δεν είναι κατάσταση να σε χάνω όταν δε θες, αλλά όταν με χρειάζεσαι να ξεφυτρώνεις από το πουθενά και να με ξανα αναστατώνεις.”
Μάλλον όμως δεν το έλεγε γιατί ήξερε πως με αυτά θα αδικούσε και εκείνον αλλα και τον ίδιο τον εαυτό της. Γιατί αν δεν ήταν αλήθεια, θα τον αδικούσε. Αν όμως ήταν αλήθεια, εκείνος εκμεταλλευόταν την εμπιστοσύνη της και πιο σημαντικό εκείνη άφηνε να την εκμεταλλεύεται. Σε αυτήν την περίπτωση, ποιος ήταν χειρότερος; Ο θύτης, ή το θύμα; Δύσκολη απάντηση… αφού ο θύτης από ένστικτο κάνει ότι είναι καλύτερο για εκείνον, ενώ το θύμα αντιστέκεται στο ένστικτο και αντί να προστατευτεί προσφέρεται και αφήνει να το κακομεταχειρίζονται.
Κρυφτό λοιπόν έπαιζαν σαν τον ήλιο. Ο ήλιος κρυβόταν από εκείνους. Εκείνος από εκείνην. Εκείνη από τη αλήθεια. Αλλά… ποια ήταν αλήθεια η αλήθεια; Γιατί ήταν τόσο δύσκολο να την αναγνωρίσουν; Υπήρχε η αντικειμενική αλήθεια ή ήσαν όλα θέμα αντίληψης;