Είναι δύσκολο να τον βλέπεις. Να είναι εκεί, κουρασμένος, πονεμένος, μπροστά σου και να σου ζητά να μην τον αγγίξεις. Να τον ακούς να σου εξηγεί πως υπάρχουν στιγμές που χρειάζεται την απόσταση. Ο κόσμος, οι έγνοιες, εκείνη, ο μικρός, οι δουλειές του… όλα απαιτούν την προσοχή του, όλοι και όλα καθορίζουν τη ζωή του, όλοι εκτός από εκείνον. Πως νοιώθει κατά καιρούς πως δε μπορεί να αναπνεύσει.
Το μισό του μυαλού σου καταλαβαίνει την ανάγκη του. Το άλλο μισό αναρωτιέται πως να φερθείς σωστά. Να είσαι ειλικρινής ή κατανοητικός; Να χαλινώσεις την ζεστασιά που ξεχειλίζει από εσένα πάντοτε όταν τον συναντάς ή να ενδώσεις στο ένστικτό σου; Να κρατήσεις την απόσταση που ζητά; Να αφήσεις τις ελάχιστες στιγμές των συναντήσεών σας να περάσουν χωρίς το άγκιγμά του;
Ναι φυσικά, αποδέχεσαι την ανάγκη του. Δε του επιβάλεις τη δικιά σου συμπεριφορά. Μήπως και εσένα καλό σου κάνει ο τρόπος σου; Δεν είσαι πάντα σίγουρος για αυτό. Τον κοιτάς λοιπόν, και περιμένεις. Αναρωτιέσαι αν θα έπρεπε να φύγεις. Να του παραχωρήσεις χρόνο για να ξεκουραστεί. Δε θέλεις όμως να χάσεις την στιγμή. Τη δικιά σου στιγμή με εκείνον. Είσαι εγωιστής και μένεις. Προσπαθείς να τον χαλαρώσεις με ελαφριά θέματα. Δεν τα καταφέρνεις. Τα λόγια δεν έρχονται όπως τα θες, οι προτάσεις δεν ρέουν, το αποτέλεσμα δεν είναι το επιθυμητό. Σιωπάς καλύτερα. Προσέχεις πως μιλά, πως ρουφά τον καφέ, πως ξεφυλλίζει το βιβλίο, τον παρατηρείς. Μάκρυναν τα μαλλιά του, γκρίζοσαν φανερά. Λόγος ανησυχίας για εκείνον. Εσένα ακόμα καλύτερα σου αρέσει.
Σου έρχεται διάθεση να τα χαϊδέψεις. Θέλεις να τον φιλήσεις, να τον κλήσεις στην αγκαλιά σου, να κρυφτείς και εσύ την δικιά του. Θέλεις να τον κάνεις να ξεχάσει τις έννοιές του. Θέλεις να τον δεις να χαμογελά. Να σου χαμογελά.
Θυμάσαι την αρχή της συζήτησής σας. Δε κάνεις τίποτε από όσα σκέφτεσαι. Ούτε τον φιλάς, ούτε τον κατανοείς, ούτε φεύγεις. Περιμένεις. Παρατηρείς. Ψάχνεις στα λόγια του. Ανάμεσα σε αυτά που λέει, και σε αυτά που δε λέει. Ελπίζεις κάπου να βρεις σε μια αναπνοή, μια ματιά ένα σημάδι. Κάτι που να σου δείχνει ότι άλλαξε γνώμη. Πως είναι τώρα διατεθειμένος να μοιραστεί με εσένα το δικό σου κόσμο. Πως μπορείς να φερθείς όπως θα ήθελες και όχι όπως μπορείς. Πως, πως, πως…
Όμως περνά η ώρα. Το ρολόι ανελέητο. “Πρέπει να φύγεις τώρα” σου λέει. “Ναι, ήταν όπως πάντα πολύ ωραία” του λες όσο ψάχνεις την τσάντα σου. Δε βιάζεσαι να φορέσεις το μπουφάν, να μαζέψεις τα κλειδιά σου… Το “θα ήθελα να μείνω και άλλο” το αποσιωπάς. “Μακάρι να μπορούσα να σε κάνω να ξεχάσεις τους πάντες και τα πάντα” κρατάς για τον εαυτό σου. “Πόσο χαρούμενη θα ήμουν, αν με άφηνες στον κόσμο σου” παρέμεινε στα όρια του μυαλού σου. “Καλή ξεκούραση” λες τελικά απλά και μόνον. Φεύγεις. Σιωπάς. Ελπίζεις.
Ιστορία