Υπάρχουν κάτι στιγμές που νοιώθει κανείς τον πόνο να ξεχειλίζει πηχτός, πικρός, αβάσταχτος στις αρτηρίες. Κάποιες στιγμές, σαν ετούτες, που θυμάσαι την μετριότητά σου και νιώθεις το κενό να ρουφά τις δυνάμεις σου, να προσπαθεί να σε κάνει να εκραγείς προς τα μέσα, για να συμπυκνωθείς σε αυτό το μικρό “τίποτε” από το οποίο αποτελείσαι. Να επιστρέψεις στην κανονική σου κατάσταση, του ελαχίστου. Αυτό το ελάχιστο από το όποιο κάποτε ονειρεύτηκες ότι θα δραπετεύσεις. Και ήταν γλυκό εκείνο το όνειρο, και ήταν όμορφη η αίσθηση της ελευθερίας, και ήταν πανδαισία όσο ένιωθες το μέγεθος των ικανοτήτων σου, της ψυχής σου άμα θέλεις, να μεγαλώνει. Να επεκτείνει τα στενά της όρια, να απλώνεται εύκολα, να διεκδικεί το χώρο που μέχρι τώρα ήξερες σε άλλους ανήκε. Τι ωραίο όνειρο… Κρίμα που τότε δεν το είχες αναγνωρίσει, γιατί όνειρο ήταν και όσο ωραίο και αν ήταν όσο το ένιωσες, τώρα ξύπνησες. Και τώρα τίποτε δεν έχει αλλάξει. Τίποτε μέσα σου δεν έχει απελευθερωθεί, τίποτε δεν έχει μεγαλώσει. Είσαι ακόμα αυτό το ελάχιστο “τίποτε” με όλο αυτό το κενό μέσα του. Ένα στενά οριοθετημένο κενό με την ανάμνηση ενός υπέροχου ονείρου μιας άλλης πραγματικότητας. Πονά η μηδαμινότητά σου. Πονά όπως πάντα. Το χειρότερο είναι τώρα όμως, πως ξέρεις ό,τι είναι δεδομένη.