Ελπίδες δεν είχα στην αρχή, απλά χάρηκα όταν ξαφνικά σε βρήκα. Σιγά σιγά μια ζεστή θέση στην καρδιά μου όμως πήρες.
Τώρα, τόσο καιρό μετά, ποιος ξέρει αν όλα αυτά άθελά σου συνέβησαν, μάλλον τότε συμφωνούσες.
Αλλιώς δε εξηγείται πως μια τέτοια ιδέα από εσένα προήλθε.
Και όμως ο καιρός περνά, και με αυτόν περάσαμε και εμείς σε άλλες φάσεις. Τη μια καλές και ήσυχες, την άλλη έντονες και επικίνδυνες. Ψάξαμε τα όριά μας, και όταν τα βρήκαμε τρομάξαμε. Μας τρόμαξε το όριο. Μας τρόμαξε ο εαυτός μας, μας αποσβόλωσε η ύπαρξη του άλλου και του τοίχους ενδιάμεσά μας. Το τοίχος που ο ένας με προσοχή τριγύρω του έχτιζε, αυτό που ο άλλος με χαρά σε ένα λεπτό θα γκρέμιζε.
Όχι δε λέω, κάποτε κάποτε ξεχνιώμασταν, κάποτε κάτι συνέβαινε και αναιρούσε την πρόθεση, κάποτε βρίσκαμε τρόπο και στιγμή. Πόσο ολοκληρωμένη ένοιωθα τότε…
Πόσες φορές όμως στο άλλο άκρο βρισκόμουν; Δικιά μου ζωή δεν είχα, το χρόνο μου στη δικιά σου απουσία προσπαθούσα να γεμίσω.
Δεν ήταν η λύση ήξερα, μα δεν είχα δυνάμεις ούτε για τίποτε άλλο ώσπου τελικά μια σταγόνα μόνον άρκεσε και έκανε το βαρέλι να ξεχειλίσει.
3 1/2 χρόνια διήρκεσε η προσπάθειά μας, λίγο ως πολύ κοινή προσπάθεια. Τριάμισι χρόνια προστείθονται τώρα στο λογαριασμό που κάνουμε στην καρδιά μας, εκεί που καταχωρούμε όλες αυτές τις μικρές ή μεγάλες αγάπες που πέρασαν από την ζωή μας.