Ήταν μεσημέρι καλοκαιριού του σωτήριου έτους 1358, κατά την διάρκεια του μεσαίωνα, όταν ο ιππότης Οδυσσέας ο Τολμηρός επέστρεφε στο κάστρο του Κυρίου του μετά από ένα μακρύ και δύσκολο πόλεμο με τους μισητούς εχθρούς του τους Αήττητους Βαρβαρέσκους. Αν τον ρώταγε κανένας από τους πλανόδιους εμπόρους γιατί πολέμησε, γιατί αλήθεια έχασαν την ζωή τους χρόνια τώρα πλήθος ιπποτών ή και απλών στρατιωτών, γιατί υπήρχε αυτό το μίσος μεταξύ των δυο στρατών, δε θα μπορούσε να απαντήσει. Ήδη με το γάλα της η νανά που τον μεγάλωσε, τον βύζαξε ιστορίες για την βαρβαρότητα των Αήττητων Βαρβαρέσκων, για το πόσο άνανδροι είναι και αντί να μετρώνται με τον αντίπαλο στο πεδίο της μάχης, διάλεγαν να λεηλατούν και να καίνε ανυπεράσπιστα χωριά ή να κλέβουν μοναχικούς ταξιδιώτες, πως παίρνουν το ψωμί από τα χέρια πεινασμένων παιδιών για να το πετάξουν στις λάσπες κάνοντάς το έτσι άχρηστο, απλά και μόνον για να διασκεδάσουν την βαρεμάρα τους και να περάσουν τον καιρό τους. Ο Οδυσσέας ο Τολμηρός είχε πολεμήσει εφτά ολόκληρα χρόνια εναντίον των Αήττητων Βαρβαρέσκων. Ήταν 28 χρόνων, σχετικά ψηλός για την εποχή του, γεροδεμένος, είχε επίγνωση των ικανοτήτων αλλά και των αδυναμιών του και πολλές κυρίες της τιμής επιδίωκαν κάποτε να βρεθούν κοντά για να κερδίσουν την αρέσκειά του. Στους ιπποτικούς αγώνες που διοργανώθηκαν πριν τον πόλεμο, 8 χρόνια πριν, βρίσκονταν εκείνες σε δικιά τους αντάξια σε επιθετικότητα και ένταση με αυτή των ανδρών αντιδικία, ποια θα προλάβει να δέσει το μαντήλι της στην πανοπλία του δείχνοντάς του έτσι το ενδιαφέρον της. Ήταν γόνος ευγενικής οικογένειας αλλά αυτό δεν ήταν τότε για τους ιππότες κάτι ιδιαίτερο. Ποιος φτωχός γεωργός θα μπορούσε να πληρώσει την απαραίτητη εκπαίδευση; Ποιος πλανόδιος ή ταβερνιάρης καπηλειού θα είχε τα μέσα και την οικονομική ευχέρεια; 14 ακριβά χρόνια σκληρής δουλειάς, άσκησης αλλά και μελέτης δίπλα σε ένα μοναχό ήσαν απαραίτητα. Πόσοι και πόσοι ικανοί νέοι δεν χρίστηκαν ιππότες απλά και μόνον γιατί δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στα έξοδα τριών αλόγων ή αυτά της αγοράς και κατασκευής μιας πανοπλίας; Μικρός αποζητούσε όσο συχνά μπορούσε την παρέα της αδερφής του που βοηθούσε την Κυρία του κάστρου. Δε χόρταινε να την ακούει να τραγουδά αξίες της ιπποσύνης, περιπέτειες υπεράσπισης κορασίδων που βρέθηκαν σε δυσκολίες, εκκλησιαστικά θέματα ή ελεγείες για την σοφία και τόλμη του Κυρίου του κάστρου. Τώρα όμως, κουρασμένος και ορατά γερασμένος παρόλα τα 28 χρόνια του επέστρεφε περπατώντας μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού. Το άλογό του προτίμησε να το ξεκουράσει. Τόσες φορές τον προστάτεψε με την ταχύτητα και την δύναμή του, τόση απόσταση τον έχει κουβαλήσει στην σθεναρή πλάτη του, ποτέ δεν αρνήθηκε να τον υπηρετήσει. Τώρα όμως, τώρα που επέστρεφε ο Οδυσσέας ο Τολμηρός από την τελευταία μάχη μετά τον πόλεμο, ένα πόλεμο που υποτίθεται πως τέλειωσε με την ήττα των Αήττητων Βαρβαρέσκων, άρα την νίκη τους, την νίκη του Κύριού του και εκείνου, ενός πολέμου που δεν μπορούσε να εξηγήσει το νόημά του, και που δεν μπορούσε να πιστέψει με ποιο αντίτιμο κερδήθηκε δε μπορούσε πλέον να έχει από το άλογό του και άλλες -παράλογες- απαιτήσεις. Είχε εκτελέσει τις υπηρεσίες του μέχρι εκείνη την στιγμή και με το παραπάνω, το μόνο που ήθελε ο Οδυσσέας ο Τολμηρός ήταν να φτάσουν μια ώρα νωρίτερα στους στάβλους του κάστρου για να δροσιστεί το καημένο το ζωντανό με νερό. Να του δώσει να μασουλήσει λίγο σανό, να βουρτσίσει με ευγνωμοσύνη την σκόνη του δρόμου και της μάχης από τα καπούλια του.
Ήταν μεσημέρι καλοκαιριού του σωτήριου έτους 1358, κατά την διάρκεια του μεσαίωνα, όταν ο ιππότης Οδυσσέας ο Τολμηρός επέστρεφε στο κάστρο του Κυρίου του μετά από ένα μακρύ και δύσκολο πόλεμο με τους μισητούς εχθρούς του τους Αήττητους Βαρβαρέσκους. Αν τον ρώταγε ο σιδεράς ή το παιδί για όλες τις δουλειές στο καπηλειό γιατί πολέμησε όλα αυτά τα χρόνια, ποια κακά είχε δει με τα ίδια του τα μάτια να έχουν κάνει οι Αήττητοι Βαρβαρέσκοι πέρα από αυτά που είχε ακούσει από τους θρύλους, τι κέρδισε τώρα με την νίκη, ποια αλλαγή θα έφερνε αυτή για τη ζωή του, ή στον κόσμο, δε θα μπορούσε να απαντήσει με λόγια παρά μόνον με ένα μακρύ -και μακάρι κάποτε παρηγορητικό- άηχο κλάμα στην προστασία του αχυρένιου κρεβατιού του τα βράδια…
Ιστορία