Mια φορά και ένα καιρό ήταν μια γυναίκα που τα είχε όλα. Ήταν υγιής, ποτέ δεν αρρώστησε ούτε μια μέρα στην ζωή της. Είχε φοιτήσει στα καλύτερα σχολεία. Η δουλειά της ήταν η πιο ενδιαφέρουσα που θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς και ο μισθός που της παρείχε, αρκούσε και περίσσευε για να καλύψει όλες τις ανάγκες της. Οι φίλοι της ήταν οι πιο αξιόλογοι άνθρωποι που θα μπορούσε ποτέ κανείς να γνωρίσει, είχαν πάντα χρόνο για εκείνη, την στηρίζανε στις αποφάσεις της και γιόρταζαν μαζί της της επιτυχίες της.
Το σπίτι της, μια ιδιόκτητη νέα, όμορφη, διαμπερή και ευήλια μονοκατοικία, περιτριγύριζε ένας υπέροχος κήπος με ψηλά δέντρα, άσπρα μυρωδάτα λουλούδια και πράσινο παχύ γκαζόν. Τα παιδιά της, δυο τον αριθμό, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, είχαν ώς εξυπνότερα του σχολείου τους υπερπηδήσει μια και δυο χρονιές και σπούδαζαν ήδη στα δεκαέξι τους στο πολυτεχνείο. Ο σύζυγος της ήταν ένα κόσμημα ανθρώπου. Ποτέ δεν την άφησε να νιώσει αβοήθητη, ποτέ δεν της επέβαλε τις λύσεις του. Πάντα παρόν όταν είχε την ανάγκη του, ήξερε να αποσύρεται όταν χρειαζόταν, να λέει ή να κάνει το σωστό στην σωστή στιγμή. Δεν φοβόταν να της λέει πως την αγαπάει, όπως δεν φοβόταν τίποτε στην ζωή του.
«Mια γυναίκα που τα είχε όλα…» σκέφτηκε και την κυρίεψε μια ακαταμάχητη αίσθηση αναγούλας.
«Μπροστά στο κάθισμά σας θα βρείτε το ειδικό σακουλάκι» παρατήρησε η αεροσυνοδός τονίζοντας ιδιαίτερα την λέξη «σακουλάκι».
Πήρε το σακουλάκι από την θέση του, το κράτησε σφιχτά μπροστά στο στόμα της και άφησε με μια πρωτόγνωρη αίσθηση ανακούφισης να εκσφενδονιστεί όλο αυτό το βάρος, η δυσαρέσκεια, η μετριότητα, η πίκρα, η στεναχώρια, η απογοήτευση, η χαμένες ελπίδες, τα σπασμένα όνειρα, τα θρύψαλα της καρδιάς της που είχαν μαζευτεί μήνες, χρόνια, αιώνες μέσα της.