«Πόσο κουρασμένη είμαι…» σκέφτηκε και κοίταξε έξω από το παράθυρο τι ώρα έδειχνε το μεγάλο ρολόι στο καμπαναριό. Δεν φαινότανε όμως. Αντί αυτό διέκρινε πλέον μόνον την οικεία σιλουέτα της εκκλησίας, τα φώτα των δρόμων και μερικά φωτισμένα παράθυρα από τα κτίρια της γειτονιάς. Ήταν αργά, καμία αμφιβολία, ακόμα και αν δεν ήξερε την ακριβή ώρα.
Από τότε που μετακόμισε σε εκείνο το διαμέρισμα είχε αποφασίσει να βάλει ένα τέλος στο αέναο κυνήγι του χρόνου. Χάρισε τα ρολόγια χειρός της σε φίλους και γνωστούς. Αποσυνέδεσε την τηλεόραση, γιατί δεν άντεχε να βλέπει την ώρα στο video text ή στην διαφήμιση των μελλοντικών εκπομπών, και την κατέβασε στο υπόγειο παρέα με όλα τα άλλα ξυπνητήρια, ρολόγια ραδιόφωνα και αυτά σε μορφή κόκορα με το όνομα Detlef, που της έδειχναν πόσο χρόνο βράσης απέμενε σε ένα αυγό μέχρι να γινότανε μελάτο.
Δεν ήταν εύκολο να ζει χωρίς ρολόγια, παντού κρυβόντουσαν κάποια. Μικρά, μεγάλα, αναλογικά, ψηφιακά. Κάποια με ορατή ένδειξη, άλλα κρυμμένα μέσα σε μηχανήματα ή σε ηλεκτρικές συσκευές. Από όλα αυτά το πιο εύκολο που μπόρεσε να παραπλανήσει ήταν εκείνο του video, το οποίο πολύ απλά απέφυγε να συντονίσει και άφησε έτσι να αναβοσβήνει τα πολλά πράσινα μηδενικά του 00:00:00 00-00-0000 όσο βρισκόταν σε λειτουργία.
Επειδή δεν είχε γνώσεις προγραμματισμού αλλά ούτε την απαραίτητη τεχνική αντίληψη για να καταφέρει να αφαιρέσει την ένδειξη της ώρας από το ηλεκτρονικό της υπολογιστή ή το κινητό, τα χάρισε στην αδερφή της και στον ανιψιό της. Έτσι και αλλιώς δεν τα πολύ χρησιμοποιούσε, η αδερφή της είχε ανάγκη να αντικαταστήσει τον παλιό της υπολογιστή, ο 12χρονος ανυπόμονουσε να έχει δικό του κινητό για να κάνει το κομμάτι του στα κορίτσια και η μητέρα του ανησυχούσε όταν ο πιτσιρικάς επέστρεφε αργά μόνος του και κουρασμένος από την προπόνηση του ποδοσφαίρου με το λεωφορείο στο σπίτι. Με ένα κινητό στο χέρι θα μπορούσε γρήγορα σε περίπτωση ανάγκης να καλέσει βοήθεια. Με ένα σμπάρο 3 τρυγόνια ή μάλλον 4, γιατί εκείνη αφαιρούσε από πάνω της άλλους δυο χρονομετρητές.
Έψαξε αρκετά μέχρι να βρει ένα αναλογικό τηλέφωνο χωρίς ψηφιακή ένδειξη και χρειάστηκε να υποστεί τις κοροϊδεύτηκες ματιές των υπαλλήλων καταστημάτων οικιακών συσκευών κάθε φορά που τους ρωτούσε άμα θα έβρισκε στο μαγαζί τους μια τέτοια συσκευή.
«Για κοιτάξτε στο περίπτερο» της είχε απαντήσει ένας υπεροπτικός πωλητής, «ίσως βρείτε εκεί πρωτόγονα πράγματα, εμείς δεν τα πουλάμε πλέον εδώ και 10 χρόνια» .
Έπαιξε με την ιδέα να χαρίσει τον mpg-player και να τον αντικαταστήσει ίσως με ένα ραδιοφωνάκι, αλλά το ξανασκέφθηκε και αποφάσισε ότι καλά όλα τα άλλα, αυτό όμως δεν ήταν διατεθειμένη να το αποχωριστεί. Συζήτησε τυχαία το πρόβλημά της με την γειτόνισσά της και χάρηκε όταν εκείνη προσφέρθηκε να κοιτάξει στο ίντερνετ σε σχετικές σελίδες hackers μήπως και έβρισκε λύση. 9 μέρες κράτησε η έρευνα και το αποτέλεσμα ήταν ένας άσπρος mpg-player με πλήρη λειτουργία αλλά χωρίς την ελάχιστη ένδειξη ώρας ή ημερομηνίας.
Έτσι ζούσε λοιπόν χωρίς δικό της ρολόι. Ξυπνούσε με τον πρώτο χτύπο του ρολογιού της εκκλησίας, στις 7 το πρωί, πλενόταν, ετοιμαζόταν, έτρωγε πρωινό και έφευγε για την δουλειά όταν ήταν έτοιμη. Δεν χρειαζόταν να ασχολείται με το δρομολόγιο του λεωφορείου, ή του ηλεκτρικού. Έπαιρνε το ποδηλατάκι της και κατευθυνόταν προς τον εκάστοτε χώρο απασχόλησής της. Δούλευε ως βαφέας. Παρόλο που δεν χρησιμοποιούσε ρολόι, δεν είχε ποτέ προβλήματα με τους πελάτες της. Όταν έκλεινε ένα ραντεβού για την επόμενη μέρα το πρωί, πήγαινε την επόμενη μέρα το πρωί. Τί σημασία είχε αν έφτανε στις 8 και 13 ή στις 9 παρά 10; Έτσι και αλλιώς χρειαζόταν μία μέρα για κάθε δωμάτιο, δύο άμα χρειαζόταν να κάνει και δεύτερο χέρι και μισή για τα κουφώματα.
Το σάντουιτς που έπαιρνε για μεσημεριανό κολατσιό, το έτρωγε όταν άκουγε πρώτα το στομάχι της να διαμαρτύρεται. Όταν έχανε σε δύναμη ο ήλιος και δημιουργούντο σκιές στους τοίχους, δυσκολεύοντάς την να αναγνωρίζει αν τα δωμάτια βάφονταν ομοιόμορφα ή όχι, σταματούσε την δουλειά.
Επέστρεφε με το ποδήλατό της και ήξερε από ποιό σημείο της διαδρομής και έπειτα θα μπορούσε να αρχίσει να ψιθυρίζει το αγαπημένο της τραγούδι έτσι ώστε να φτάσει ακριβώς στο τέλος του μπροστά στην εξώπορτα της πολυκατοικίας.
«Ποιός χρειάζεται αλήθεια ένα ρολόι;» αναρωτιόταν. Έτσι και αλλιώς τα κατάφερνε πολύ καλά χωρίς να έχει ένα. Ή για να πει την αλήθεια, μόνον με αυτό στο καμπαναριό. Είχε ήδη περάσει χωρίς πρόβλημα ολόκληρο το χειμώνα. Γιατί να εμφανιστούν στην άνοιξη δυσκολίες; Τώρα που είχε ήδη συνηθίσει;
Παρόλα αυτά δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί όμως τελευταία ένιωθε πεσμένη. Λες και δεν αναπαυόταν αρκετά, λες και κουραζόταν περισσότερο, κάτι είχε βγει από το κανονικό, κάτι είχε αλλάξει, αλλά δεν μπορούσε να το προσδιορίσει.
Ένιωθε παρόμοια με κάποιον που επειδή σταμάτησε να ελέγχει τακτικά το βάρος του στην ζυγαριά δεν είχε καταλάβει πως είχε παχύνει ενδιάμεσα.
Δεν είχε όμως βάλει κιλά, ούτε το πρόσωπο που αντίκρισε στο καθρέφτη της φάνηκε παραμελημένο.
Τί συνέβαινε λοιπόν; Τί την βάραινε;
Κοίταξε ξανά έξω από το παράθυρο. Σκοτάδι, ούτε η σιλουέτα του καμπαναριού ξεχώριζε, ούτε το φεγγάρι. Οι προβολείς των αυτοκινήτων άχρηστοι στην ομίχλη. Μόνον σε ένα παράθυρο στο απέναντι κτίριο έκαιγε ακόμα φως. Ήταν ένα περίεργο αναμοσβήνον πράσινο φως. Κάτι της θύμιζε αυτό το χρώμα, αλλά δεν μπορούσε να το συγκεκριμενοποιήσει. Κάτι γνωστό; Κάτι που ξέχασε; Κάτι που θα έπρεπε να ξαναθυμηθεί; Γύρισε το βλέμμα της προς τα δεξιά και συνειδητοποίησε που είχε ξαναδεί ένα παρόμοιο πράσινο φως. Στο video! Πώς και δεν είχε σκεφτεί αλήθεια πως ήταν άχρηστο χωρίς τηλεόραση;
Τα πράσινα ψηφία αναβόσβηναν όπως πάντα, με μια μόνον μικρή αλλά σημαντική διαφορά. Το μηχάνημα μετρούσε με κάθε αναβόσβησμα μία θέση παραπάνω. Ασταμάτητα και με πολύ γρήγορο ρυθμό. Ήδη είχε φτάσει η ένδειξη στο 12:34:54 28-12-2059.
Kάτι έπρεπε να κάνει. Είχε πλέον καταλάβει, πως η ώρα στο video με κάποιο αδιανόητο τρόπο είχε συνδεθεί με την δική της βιολογική ηλικία. Έπρεπε να έβρισκε τρόπο να την σταματήσει, και έπρεπε να το κάνει σύντομα γιατί με κάθε αναβόσβησμα ένιωθε ολοένα και πιο αδύναμη, τη διανοητική της ικανότητα να φθίνει, τα μάτια να θολώνουν.
Πληκτρολόγησε στο telecontrol 22:59:00 08-06-2006, πάτησε απελπισμένα το κουμπί και ήλπισε να μην ήταν όλα πλέον πολύ αργά…
Ιστορία