“Καλά δεν τα περνάμε στην ξενιτειά;” ρωτά ο Νίκος τρέχοντας δίπλα μου κάποιον από τους δέκα γύρους στο στάδιο για να ζεσταθούμε πριν το σαββατιάτικο μπάσκετ.
Είναι αλήθεια ότι με ξάφνιασε η πρόταση. Πώς μπορεί κανείς να τα περνά καλά στην ξενιτειά; Μακριά από την πατρίδα του. Εκεί που δεν έχει κανένα συγγενή. Εκεί που δεν μιλούν την γλώσσα του. Εκεί που δεν γεννήθηκε και δεν ξέρει όλους τους δρόμους της γειτονιάς του απέξω και ανακατωτά. Εκεί που δεν δυσκολεύεται να βρει το δίκαιο του. Εκεί που το σχολείο των παιδιών λειτουργεί καλά. Εκεί που υπάρχει μια τάξη και δεν μπορεί ο καθένας να κάνει εις βάρους σου το δικό του. Εκεί που πηγαίνει κανείς σε ένα γιατρό της ασφάλειας, άμα αρρωστήσει, χωρίς να μοιράζει φακελάκια, εκεί που αν όχι παντού αλλά σε πολλά ισχύει το τι ξέρεις και τι μπορείς, από το ποιό μέσο έχεις. Εκεί που ο αέρας που αναπνέεις, δε σου προκαλεί δύσπνοια… Εκεί που η φύση τριγύρω σου προστατεύεται και δεν καταστρέφεται ασύστολα, εκεί που ουρανός πάνω σου είναι γαλανός με αραιά άσπρα συννεφάκια.
“Ναι Νίκο μου, ναι έχεις δίκαιο. Καλά τα περνάμε… στην ξενιτειά” του απάντησα ελάχιστα δευτερόλεπτα αργότερα ανεβάζοντας ελάχιστα τον ρυθμό.