«Μαμά τα δέντρα μιλούν;»
«Γιατί να μην μπορούν;»
«Μα αφού δεν έχουν στόμα, πώς να μιλήσουν;»
«Μπορεί να μην χρειάζονται στόμα για να μιλήσουν. Δεν έχεις ακούσει το θρόισμα των φύλλων τους; Μπορεί να είναι αυτό λέξεις.»
«Μπορεί να είναι και τραγούδι;»
«Γιατί όχι. Έχεις δει τα δέντρα όταν χορεύουν με τον άνεμο; Μπορεί να xoρεύουν στο τραγούδι.»
«Και εμείς να μην το ακούμε…»
«Ναι, γιατί δεν ξέρουμε την γλώσσα τους.»
«Και τα πουλιά, αυτά τους καταλαβαίνουν;»
«Ποιός ξέρει; Ίσως αυτά που τελικά φτιάχνουν τις φωλιές τους στα κλαριά τους να την ξέρουν, τα άλλα όμως που βρίσκονται στην σειρά στα σύρματα των τηλεφωνικών στηλών να μην μπορούν να συνεννοηθούν και να αναγκάζονται να στέκονται απροστάτευτα έτσι στην βροχή και στον αέρα.»
«Αν τα δέντρα μπορούν να μιλάνε, μπορούν αλήθεια και να βλέπουν;»
«Γιατί όχι;»
«Μα αφού δεν έχουν μάτια.»
«Ναι αλλά έχουν φύλλα και βλέπουν με όλα αυτά ξεχωριστά και συνολικά. Και όταν δουν από μακριά να έρχεται ένα παιδάκι, και θέλουν την παρέα του, να απλώνουν τα κλαριά τους, να δικτυώνουν τα φύλλα τους, για να μπορεί το παιδάκι να παίξει στην σκιά του. Έρχεται κάποιος που δεν τον συμπαθούν, τότε μαζεύουν τα κλωνάρια τους, ανοίγουν τις φυλλωσιές και αφήνουν την ζέστη να τον κάνει να νιώσει άβολα ή τινάζουν πάνω από το κεφάλι του τις σκόνες από τα φύλλα.»
«Μαμά σε αγαπώ»
«Και εγώ παιδί μου, καληνύχτα»