Το γραφείο της Μαρίας Ρίζου δεν θα κέρδιζε ποτέ έναν διαγωνισμό διακοσμητικής. Ένα δωμάτιο με μια πόρτα χωρίς εξωτερικά παράθυρα. Όταν το έβαψαν ήτανε άσπρο, αλλά είχαν περάσει 6 χρόνια από τότε. Γκρίζο μωσαϊκό στο πάτωμα, μαύρη φορμάικα το γραφείο. Μια μπλε καρέκλα γραφείου πίσω του και δύο καφέ για τους επισκέπτες. Ένας τοίχος με μια με μαύρους φακέλους γεμάτη βιβλιοθήκη, αυτή σε άσπρη φορμάικα. Κανείς δεν προσπάθησε να κάνει χρωματική αντίθεση με το γραφείο, απλά όταν αγοράστηκαν οι βιβλιοθήκες, ήταν μάλλον αυτές φθηνότερες από τα άλλα χρώματα. Στον απέναντι τοίχο ένας πίνακας για σημειώσεις με μαρκαδόρους. Και ο τοίχος πίσω από το γραφείο γεμάτος με παιδικές ζωγραφιές, καρτ ποστάλ φίλων και γνωστών με χαιρετίσματα από τις διακοπές.
Δίπλα στην πόρτα ένας ξύλινος καλόγερος με μια ξεχασμένη ομπρέλα.
Στο μαύρο γραφείο το μπεζ μόνιτορ και κάτω από το γραφείο όρθιος σε ένα σημείο, ώστε να την εμποδίζει στα πόδια ο υπολογιστής. Το πιο καινούργιο αντικείμενο του δωματίου, αν εξαιρέσει κανείς τη καδραρισμένη φωτογραφία της Κατερίνας δίπλα στο μόνιτορ.
Η επιθεωρητής Ρίζου κάθισε στην μπλε καρέκλα γραφείου, έδειξε στην επισκέπτριά της την καφέ, την κοίταξε στα μάτια και ρώτησε.
-Τι θέλατε να μου πείτε; Σας ακούω.
Η Ελένη Σαρρή δεν ήξερε που να αρχίσει, δεν της άρεσε να συζητά προσωπικά της με ξένους, αλλά σε αυτήν την περίπτωση δεν είχε εναλλακτική λύση.
-Η μητέρα μου, μου είπε πως βρήκατε τον Γιάννη νεκρό στο πάρκο. Γνωριζόμασταν από παιδιά, τότε ήμασταν οι καλύτεροι φίλοι, χαθήκαμε όταν έφυγε για τις σπουδές του, πριν ένα μήνα συναντηθήκαμε τυχαία. Ήταν σαν να μην είχε περάσει ούτε ένα λεπτό από τότε που είχαμε ιδωθεί για τελευταία φορά. Η πρώτη εβδομάδα μετά την συνάντηση ήταν απερίγραπτη. Στέλναμε 30 sms, 10 email την ημέρα, ο καθένας, τρώγαμε κάθε μεσημέρι μαζί, μιλάγαμε δύο τρεις ώρες τα βράδια αντί για ύπνο. Στο τέλος της εβδομάδας συνειδητοποιήσαμε ότι αυτό που νιώθαμε ήταν περισσότερο από παιδική φιλία. Υπήρχε μια έντονη έλξη. Ξαφνικά φαινόντουσαν όλα δυνατά. Ο Γιάννης παραμελούσε την δουλειά του, είχε προβλήματα με τον εκδότη, αλλά μου έλεγε ότι δεν τον πείραζε, εγώ άνοιγα αργότερα το coffee shop, και εισέπραττα παράπονα από τους τακτικούς πελάτες. Ο ιδιοκτήτης που μου έκανε πάντα προβλήματα από τότε που το νοίκιασα, αρνήθηκε να ανανεώσουμε το συμβόλαιο που λήγει σε 2 μήνες.
Κάναμε σχέδια να ανοίξουμε ένα δικό μας ζαχαροπλαστείο. Πήγαμε και είδαμε αρκετούς χώρους, αλλά δεν βρίσκαμε κάτι κατάλληλο, μέχρι πριν 4 μέρες, που υπόγραψε το συμφωνητικό για τον επαγγελματικό χώρο. Στο όνομά του, του ήταν σημαντικό, ήταν το παιδικό του όνειρο, αλλά τώρα είχε τα μέσα να το πραγματοποιήσει. Όμως με ήθελε και μένα σε αυτό το όνειρό του. Και εγώ ήμουν υπερευτυχής να είμαι κομμάτι του.
Προχθές το βράδυ ήμασταν μαζί. Ήθελε να φτιάξουμε την τούρτα αμυγδάλου μου, τρελαινόταν για αυτή την τούρτα, την ετοιμάσαμε παρέα, ήταν τόσο ευτυχής και σε ερωτική διάθεση. Η τούρτα δεν μας βγήκε καλή, από τα φιλιά και τα χάδια δεν μπορούσαμε να συγκεντρωθούμε, η μαρέγκα δεν έσφιξε, βάλαμε λιγότερο βούτυρο, περισσότερη ζάχαρη από αυτήν της συνταγής, και το ένα τρίτο της μάζας του πικραμυγδάλου, το φάγαμε ενδιάμεσα αντί να το βάλουμε στο γλυκό…
Πήρε μια βαθιά αναπνοή. Προσπάθησε να ψυχολογήσει τα χαμογελαστά μάτια της Ρίζου, της φάνηκαν ειλικρινή, το πρόσωπό της άξιο εμπιστοσύνης και συνέχισε…
Ήπιαμε και σαμπάνια, ήμασταν τόσο ευτυχισμένοι. Νιώθαμε υπεράνθρωποι, τίποτε δεν μπορούσε να μας πληγώσει ή να μας εμποδίσει στα σχέδιά μας. Αγαπηθήκαμε στην κουζίνα. Δεν ήταν διαστροφή ή εκπλήρωση ερωτικής φαντασίας. Ήταν το καταφύγιο των παιδικών χρόνων μας, εκεί που δεν μπορούσαν να μας πειράξουν οι άλλοι, ο μόνος δικός μας χώρος.
Την στιγμή της έκστασης, άκουσα τον Γιάννη να λέει,
αν σταματούσε αυτή τη στιγμή να χτυπά η καρδιά μου, θα ήμουν ο πιο ευτυχής άνθρωπος του κόσμου.
Μισή ώρα αργότερα περίπου χτύπησε το κινητό του, είχε λάβει ένα μήνυμα. Το διάβασε και ήταν σαν να ξυπνούσε βίαια από βαθύ ύπνο. Αναστατωμένος, νευρικός, μου είπε ότι υπάρχει πρόβλημα με το άρθρο του και ότι πρέπει να πάει να το λύσει. Με πήγε στο σπίτι μου και σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής δεν είπε λέξη.
Φίλησέ με ή χώρισέ με, είπε φεύγοντας. Προτιμώ να σε φιλήσω του είπα και το έκανα.
Μπήκε στο αυτοκίνητό του, έβαλε μπρος, δεν με ξανακοίταξε και έφυγε με τσιριχτά λάστιχα.
Από τότε δεν τον ξαναείδα. Θα πρέπει να ήταν 12.30 μετά τα μεσάνυχτα.”
-Πόσο ηλίθια είμαι, ξέσπασε η Μαρία Ρίζου. Είχε αυτοκίνητο ο Γιάννης Κωστόπουλος;
-Βεβαίως, ένα ασημένιο Audi. Δεν το ξέρατε;