Ήταν Τρίτη και το ρολόι έδειχνε 8.43 πμ όταν το τηλέφωνο του κέντρου άμεσης δράσης χτύπησε και ο υπάλληλος, με το στόμα ακόμα γεμάτο από το κολατσιό που έκανε αυτήν την ώρα, έβρισε την τύχη του, αύξησε τον ρυθμό με τον οποίο μάσαγε και σήκωσε το τηλέφωνο που χτυπούσε για τρίτη φορά. Είπε ένα ακαταλαβίστικο “κέντρο άμεσης δράσης, λέγετε” και ήλπιζε να του δοθεί χρόνος να καταπιεί την μπουκιά του, πριν κάνει την επόμενη ερώτηση, η οποία είναι συνήθως “πού και πότε”. Αυτός που τηλεφωνεί λέει συνήθως πρώτα το λόγο, τα υπόλοιπα είναι ρουτίνα…
Έδωσε σήμα στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής στην οποία ανήκε το πάρκο, κάλεσε ασθενοφόρο, “μπορεί και να ζει ακόμα το θύμα, ποιος ξέρει” σκέφτηκε, έγραψε κάποια προσωπικά σχόλια στο πρόγραμμα του υπολογιστή που καταγράφει όλες τις κλήσεις και ήπιε μια γουλιά από τον ζεστό καφέ με γάλα. Ένιωθε καλά. “Άλλο ένα τηλεφώνημα, άλλη μια καταγραφή με το όνομά μου στη βάση δεδομένων, άλλο ένα θετικό στοιχείο για την αξιολόγηση της δουλειάς μου, σωστά, γρήγορα και ακριβώς με βάση τον κανονισμό”, σκέφτηκε. Σε αυτές τις εποχές που παντού απολύουν, μετρούσε κάθε λάθος και δεν είχε περιθώρια να κάνει λάθη.
Ο επιθεωρητής που στάλθηκε από το αστυνομικό τμήμα έφτασε 10 λεπτά αργότερα. Το πάρκο ακόμα άδειο. Αυτοί που βγαίνουν με τους σκύλους τους έχουν συνήθως τέτοια ώρα επιστρέψει στα σπίτια τους. Το κρύο τσουχτερό, τα πυκνά σύννεφα εμπόδισαν τον ήλιο να εμφανιστεί, γκρίζος ουρανός, που να βγει κανείς έξω. Μόνον στο καφενείο φαινότανε να υπάρχει λίγος κόσμος, συνταξιούχοι που αντί να πάρουν μόνοι τους το πρωινό, πάνε εκεί, έτσι για αντιπερισπασμό. Πώς θα αναγνώριζε αυτόν που βρήκε το πτώμα άραγε;
Πήγε στο ταμείο και ρώτησε την κοπέλα…
-Αστυνομία, επιθεωρητής Μαρία Ρίζου, πού είναι ο κύριος που μας κάλεσε;
Δεν ήθελε να ονομάσει το συγκεκριμένο λόγο. Μπορεί και να ήταν όλα μια παρεξήγηση και να μην ήταν θέμα της αστυνομίας, να βρήκε απλά ένα μεθυσμένο αλήτη, να τα φαντάστηκε. Ποιος ξέρει, σε τι παρακινεί μεγάλους ανθρώπους η μοναξιά. Χειρότεροι και από παιδιά γίνονται. Και εκείνη ήξερε πως είναι τα μικρά παιδιά…
Η κοπέλα της έδειξε ένα ηλικιωμένο κύριο, δίπλα του στο πάτωμα ξαπλωμένος ένας μεγάλος καφέ σκύλος, στο τραπέζι ένα μισοφαγωμένο κομμάτι τούρτας αμυγδάλου, ένα φλιτζάνι καφέ, και ένα ανδρικό καπέλο.
-Αστυνομία, επιθεωρητής Μαρία Ρίζου… επανέλαβε απευθυνόμενη αυτή την φορά στον κύριο με τον σκύλο φτάνοντας κοντά του.
Εσείς μας καλέσατε; Πού είναι στο πάρκο; Μπορείτε να μου δείξετε το σημείο;
-Ωωωω, αστυνομία; Δε σκέφτηκα ό,τι θα στείλουν γυναίκα, επιθεωρητής είπατε; Έεεε, ναι συγνώμη, μια στιγμή να πληρώσω και φεύγουμε. Κρίμα που δε θα τελειώσω το κομμάτι της τούρτας, είναι πραγματικά πολύ νόστιμη, το αγαπημένο μου γλυκό.
Πήρε το καπέλο του, ο σκύλος αυτομάτως σηκώθηκε δίπλα του, πλήρωσε στο ταμείο και βγήκανε από το καφενείο.
Το κρύο έξω είχε μειωθεί ελάχιστα. Περπατώντας σιωπηλά ο ένας δίπλα στον άλλο, ήλπιζε ο Πέτρος Γούναρης να ξαναβρεί το σημείο στο οποίο ήθελαν να καταλήξουν. Σύντομα κατάλαβε όμως, ότι δε χρειαζόταν να ανησυχεί. Το καφέ λαμπραντόρ γνώριζε το δρόμο και τους οδήγησε σίγουρα και γρήγορα στο τόπο του εγκλήματος.