-Εκεί αστυνομία; Ελάτε, ελάτε γρήγορα στο πάρκο, ένας πεθαμένος είναι μέσα στους θάμνους, ελάτε γρήγορα…
Ποιος είμαι εγώ; Πέτρος Γούναρης γεννηθής το 1938, στο … Πώς, πότε τον βρήκα; Τώρα, μόλις, δηλαδή εεε, θα πρέπει να ήταν στις 8 και τέταρτο, τώρα που το σκέφτομαι πέρασαν 20 λεπτά… Πώς, γιατί δε σας πήρα νωρίτερα; Γιατί δεν έχω κινητό, και έψαχνα να βρω δημόσιο τηλέφωνο, έρχεστε; Εντάξει περιμένω. Τί είπατε; Πού θα περιμένω; Στην είσοδο, εκεί που είναι το καφενείο. Το ξέρετε το καφενείο, φτιάχνουν κάτι καλές τούρτες αμυγδάλου, τι να σας πω, όνειρ… Συγνώμη; Εντάξει περιμένω.
Είπε και κατέβασε το ακουστικό. Ακόμα σε σοκ, σε μια κατάσταση εξωπραγματική. Δε του είχε ποτέ ξανασυμβεί να δει πεθαμένο άνθρωπο. Παρόλα τα 67 του χρόνια. Όλα αυτά τα χρόνια όταν άκουγε, όταν μάθαινε ότι κάποιοι γνωστοί του είχαν πρόβλημα υγείας ασυναίσθητα, πως τα έφερνε από εδώ, πως τα έφερνε από εκεί, έκοβε τις επαφές. Ήταν 12 όταν έχασε του γονείς του σε ένα αυτοκινητικό δυστύχημα. Τόσο παραμορφώθηκαν από το χτύπημα τα σώματά τους, ώστε κανένας από τους στενούς συγγενείς δεν άντεξε το τραγικό θέαμά τους. Πόσο μάλλον να αφήσουν παιδί πράγμα να δει τα πτώματα. Ένας φίλος του στρατιώτης αυτοκτόνησε όσο έκανε τη θητεία του, αλλά προκειμένου να αποφθεχθεί το σκάνδαλο, έγινε η κηδεία πολύ γρήγορα στον κλειστό κύκλο της οικογένειας και δεν αφήσανε κανένα από το τάγμα να παρευρεθεί.
Και πριν 7 χρόνια, όταν πέθανε ο αγαπημένος τους ξάδερφος μετά από 3 σκληρά χρόνια με καρκίνο, έτυχε εκείνος να είναι στο εξωτερικό και να μην μπορεί να επιστρέψει για την κηδεία.
Το θέαμα που του παρουσιάστηκε ήταν απίθανο. Το σώμα ενός καθιστού άνδρα, ντυμένο με κουστούμι, μουσκεμένο και ματωμένο, η πλάτη του να στηρίζεται σε ένα θάμνο, το κεφάλι να πέφτει στραβά προς τα μπροστά, και στα μαύρα βρεγμένα μαλλιά είχαν κολλήσει μικρά λουλουδάκια και ξερά φύλλα.
Ο σκύλος του, ένα καφέ λαμπραντόρ, έκανε τη θλιβερή ανακάλυψη και τον ειδοποίησε με τα γαβγίσματά του. Εκείνος αρχικά τον πέρασε για ένα κοιμισμένο αλήτη, και μάλωσε τον σκύλο του ότι θα τον ξυπνήσει, αλλά όταν ο σκύλος δεν υπάκουσε και δεν επέστρεψε, πήγε πιο κοντά. Όχι μη τι άλλο, για να δέσει τον ανυπάκουο σκύλο στο λουρί του.
Από κοντά κατάλαβε τι έβλεπε… Ένα πτώμα. Ένα άψυχο ματωμένο σώμα ενός άνδρα. Η μυρωδιά που ερχόταν από την κατεύθυνσή του τον σταμάτησε να πάει πιο κοντά, έδεσε τον σκύλο του και άρχισε να ψάχνει τριγύρω του μήπως και δει κανέναν άλλο στο πάρκο. Κανένας.
“Τι θα κάνω τώρα;” σκέφτηκε… “Και με περιμένουν για το εβδομαδιαίο χαρτάκι… Να κάνω ότι δεν είδα τίποτε; Έτσι και αλλιώς πεθαμένος είναι… Τι και αν τον βρουν μια μέρα αργότερα ή νωρίτερα. Αν τον βρήκε ο σκύλος μου, θα τον βρει και άλλος… Θα αργήσω στην συνάντηση με τους φίλους μου… Και αν με είδε κανείς που πήγα κοντά του; Και αν άφησα ίχνη με τα παπούτσια μου; Και αν βρω το μπελά μου, αν δε καλέσω την αστυνομία; Τώρα στα γεράματα να μπλέξω; Αλλά και αν πάρω τηλέφωνο, πάλι δε θα μπλέξω, έπιασα τίποτε; Δεν νομίζω… Πάτησα ίχνη; Που να ξέρω τώρα; Να πάω πρώτα στο σπίτι, και να τους πάρω από εκεί; Να πάρω καλύτερα αύριο και ανώνυμα; Πού ήταν αυτά τα δημόσια τηλέφωνα; Πριν 3 χρόνια τα ξήλωσαν συστηματικά όλα, τώρα άρχισαν σιγά σιγά και έστησαν ξανά μικρότερα. Πού να είναι το επόμενο; Γιατί δεν είχα πει ναι, όταν μου πρότεινε πριν 8 μήνες ο πωλητής στο σουπερμάρκετ την προσφορά με το κινητό για 1 Ευρώ; Τώρα θα είχα… Αχ, μου φαίνεται στο δρομάκι προς την λιμνούλα με τα νούφαρα είχα δει ένα καρτοτηλέφωνο… Πού καταλήγει άραγε αυτός ο δρόμος, πού βρίσκομαι τώρα; Χάνω στα πάρκα τόσο εύκολα τον προσανατολισμό μου… Να, να ένα τηλέφωνο. Θα πάρω λοιπόν, να πω το όνομά μου ή όχι;”
Πήρε το εκατό και φώναξε στο τηλέφωνο.
“Εκεί αστυνομία; Ελάτε, ελάτε γρήγορα…”