-Ποιος είσαι; ρώτησε αναστατωμένη από την γλυκιά μυρωδιά που ερχόταν από την κατεύθυνσή του.
-Είσαι σίγουρη ότι δεν ξέρεις ποιος είμαι; της είπε παιχνιδιάρικα. Για δες με, δεν με αναγνωρίζεις;
Την περνούσε ένα κεφάλι, ήταν γεροδεμένος, ντυμένος στα μαύρα, μελαχρινός, με πράσινα χαμογελαστά μάτια. Υπέθεσε να ήταν μέσα 30 ή το πολύ 40 χρόνων, αλλά πάντα δυσκολευόταν να προσδιορίσει ηλικίες, άρα αυτό δεν σήμαινε τίποτα.
Ήταν σίγουρη, δεν τον είχε ξαναδεί, όμως αυτή τη γλυκιά μυρωδιά, τη γοητευτική φωνή, αυτά τα χέρια τα ήξερε πάρα πολύ καλά.
Δεν είπε όμως τίποτε. Τον κοιτούσε απλά, προσπαθώντας να καταλάβει τι συμβαίνει.
Τι θα έκανε αν πραγματικά ήταν εκείνος; Είναι επικίνδυνος αφού τα κατάφερε να την βρει μετά από τόσα χρόνια, χωρίς να ξέρει το όνομά της;
Προσπαθούσε να ψυχολογήσει τα μάτια του. Πόσο ειλικρινές ήταν το χαμόγελό του; Τι ήθελε, γιατί ήρθε, γιατί τώρα;
-Εχθές το βράδυ δε με ονειρεύτηκες; άρχισε όταν κατάλαβε ότι εκείνη δε θα τολμούσε να πει πλέον τίποτε.
Ή ήταν ήδη πρωί; Δεν έχει σημασία. Το ξέρεις ό,τι δεν ήταν η πρώτη φορά. Πέρασαν χρόνια, πολλά συνέβησαν μεγάλωσες, ομόρφυνες, παρεμπιπτόντως αυτές οι ρυτιδούλες στα μάτια σε κολακεύουν πάρα πολύ, αλλά το όνειρο δε το έδιωξες. Το ονειρεύεσαι ίδιο και απαράλλαχτο όλα αυτά τα χρόνια.
-Μα πως είναι δυνατόν… Τι εννοείς; είπε εκείνη και πραγματικά πλέον δεν καταλάβαινε τίποτε.
Εσύ… το όνειρο… εσύ είσαι το όνειρο; Και αν είσαι το όνειρο, πως βρίσκεσαι τώρα εδώ μπροστά μου;
Τι συμβαίνει; Πού βρίσκομαι;
Ένας μικροσκοπικός ανεμοστρόβιλος εμφανίστηκε τριγύρω της. Αρκετά μεγάλος να ρουφήξει και τους δυο στην δίνη του, τόσο μικρός ώστε να μην τον προσέξει κανένας από τους περαστικούς που έκαναν βόλτα στο πάρκο εκείνη την ηλιόλουστη και συνάμα κρύα μέρα…
– Συνεχίζεται –