Σύνδεση με τα προηγούμενα: Τρέλα ή Κόλαση;
Μετά το πρωινό πήραν όλοι τα χάπια τους, έδωσαν αίμα, έπλυναν τα δόντια τους και περίμεναν να τους φωνάξει η νοσοκόμα στο γραφείο του γιατρού.
Μερικοί κάνανε ποδήλατο γυμναστικής. Άλλοι αφού πήραν άδεια, βγήκαν δυο δυο στον εσωτερικό κλειστό κήπο του σταθμού.
Μια κοπέλα έμεινε στο δωμάτιό της. Στο δωμάτιο με τα παράθυρα στον διάδρομο και με κάμερα, για να παρακολουθείται εύκολα από το δωμάτιο των νοσοκόμων.
Ο Martin όλο το πρωινό το έβγαλε στον διάδρομο ρωτώντας τους πάντες εάν έχουν ένα τσιγάρο για να του δώσουν. Αδιάκοπα και ανεξάρτητα αν ήδη κάπνιζε ή είχε δυο στα χέρια του.
Στην τραπεζαρία κάποιοι καθάριζαν τα τραπέζια, άλλοι έβλεπαν τηλεόραση και δυο άτομα παίζανε Πινγκ-πονγκ.
Κάποιος πότιζε τα φυτά και κατάφερνε να αγνοεί το γεγονός πως μερικά κολυμπούσανε στο νερό ενώ άλλα είχαν ξεχαστεί μέρες και ήταν ξεραμένα από καιρό.
“Πού έμπλεξα…” σκεφτόταν όσο έκανε ποδήλατο. Προτιμούσε να κάνει γυμναστική από το να κάνει παρέα μου τους άλλους. Της έκανε καλό να κουράζεται, να νιώθει νορμάλ, σε αντίθεση με εκείνους, τους άλλους, που είτε από τα φάρμακα, είτε από τα προβλήματά τους καθόντουσαν όλη την ώρα άπραγοι και αποχαυνωμένοι. Δεν ήθελε να τους κακίσει, δεν ήξερε τις ιστορίες τους, δεν είχε τη δυνατότητα να τους βοηθήσει, αλλά φοβόταν και τις πολλές επαφές. Φοβόταν μη ξεφύγει, ξεγλιστρήσει από την πραγματικότητα, μη της δοθεί λάθος ετικέτα και την ρουφήξει το χάος.
Πάντα πίστευε ότι αν κάποιος την γνώριζε πραγματικά, κατά βάθος, θα την έβγαζε για τρελή. Της άρεσε αυτή τη ιδέα. Κοκετάριζε με την σκέψη πως κρατά κρυμμένο από τους άλλους ένα κομμάτι του εαυτού της. Ένα κομμάτι εαυτού με σκέψεις πέρα από τις συμβατικές, ένα κομμάτι όλο επανάσταση, που δεν σέβεται καμιά λογική, που τα αμφισβητά όλα. Όμως τώρα; Τώρα είναι εδώ και αγωνιά μη την θεωρήσουν άρρωστη, μη νομίσουν ότι το προμελέτησε, ότι θα το επαναλάβει. Ότι θα μπορούσε ποτέ να κάνει κακό στο παιδί της, ότι θα της το πάρουν. Όπως τώρα που εκείνη εδώ βρίσκεται χωρίς το μωρό της, που αυτό απότομα από την μια μέρα στην άλλη βρέθηκε μακριά της, να δεχτεί τον αποθηλασμό μέσα σε μια μέρα, γιατί εκείνης της δώσανε φάρμακα, γιατί αυτό είναι με τον μπαμπά του και την βλέπει μια φορά κάθε 3 μέρες.
“Αγαπημένο μου μωρό”, σκέφτηκε, “τι σου έκανα, τι σε έβαλα να νιώσεις, πώς σε εγκατέλειψα; Θα με συγχωρέσεις ποτέ; Θα με συγχωρέσω ποτέ για αυτό που πήγα να σου κάνω, για ότι σου έκανα;”
Βαρέθηκε το ποδήλατο και άρχισε το σκοινάκι. Της έκανε καλό να νιώθει την κούραση, τον ιδρώτα, την κίνηση.
Η πόρτα ανοίγει και το κεφάλι του νοσοκόμου εμφανίζεται στην πόρτα…
– Γιατί κλείσατε την πόρτα; Το δωμάτιο αυτό πρέπει πάντα να παραμένει ανοικτό.
– Ω, … δεν το ήξερα, συγνώμη… είπε και σταμάτησε αυτομάτως το σκοινάκι. Δεν ήθελε πλέον να είναι εκεί μέσα. Δεν ήταν απλά μια αίθουσα γυμναστικής για να αθληθεί κανείς για το κέφι του. Για άλλη μια φορά συνειδητοποίησε την επικινδυνότητα της κατάστασης. Έπρεπε να κάνει τα αδύνατα δυνατά, να τους πείσει πως είναι υγιής, πως ήταν απλά όλα μια πράξη της στιγμής, πως δε θα επαναληφθεί, πως δεν ανήκει εδώ, ανάμεσα σε αυτούς, αλλά στο σπίτι της, δίπλα στο μωρό της.
Θυμήθηκε ότι πρέπει να πάρει άδεια πριν πάει για μπάνιο και αποφάσισε και κάνει καλύτερα ένα ντουζ, αφού αυτά είναι ελεύθερα για όλους.
Άφησε το καυτό νερό να τρέχει πάνω στα κεφάλι και ήλπιζε να κρύβει τα δάκρυα που κύλαγαν σιωπηλά στα μάγουλά της. Έκλεγε από την αγωνία της επειδή δεν ήξερε αν αυτά που θα προσπαθούσε να τους πείσει είναι η αλήθεια ή όχι…